- προδημιουργέω
- προδημιουργέω 1 aor. προεδημιούργησα (Philop. [VI A.D.], on Aristot., De Generat. Anim. 61, 14) create beforehand 1 Cl 33:3 v.l. (for προετοιμάσας).—DELG s.v. δημιουργός.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
προδημιουργεῖ — προδημιουργέω create before pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) προδημιουργέω create before pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδημιουργεῖται — προδημιουργέω create before pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδημιουργηθέν — προδημιουργέω create before aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)